Γαστρονομικό Λεξιλόγιο

ΑΣΠΙΚ

2012-06-18 16:22
Κρύα παρασκευάσμετα με ζελέ, τα οπία γίνονται σε διάφορες φόρμες.

ΑΧΝΙΣΜΑ

2012-06-18 16:24
Μαγείρεμα στον ατμό.Τοποθετούμε το φαγητό που θέλουμε στο σιρμάτινο καλαθάκι το οποίο τοποθετούμε λίγο πιο πάνω απο νερό που βράζει.

ΒΙΝΕΓΚΡΕΤ

2012-06-18 16:25
Σάλτσα, η οποία γίνετε απο ένα μίγμα ξύδι, λάδι και αλάτι.

ΓΛΑΣΑΡΙΣΜΑ

2012-06-18 16:28
Η επάλειψη του φαγητού με ενα διαφανές υλικό το οπίο μπορεί να είναι, χτυπημένο αυγό, βούτυρο, διαλυμένη ζελατίνη κ.α. Το γλασάρισμα μπορεί να γίνει πρίν ή μετά το μαγείρεμα.

ΓΟΥΣΤΕΡ - ΣΩΣ

2012-06-18 16:27
Πικάντη σάλτσα αγγλικής προέλευσης, η οποία κυκλοφορεί στο εμπόριο.

ΕΣΚΑΛΟΠ

2012-06-18 16:30
Είναι γνώστο κυρίως σαν σνίτσελ. Λεπτές φέτες κρέατος κυρίως βοδινού.

ΖΕΜΑΤΙΣΜΑ

2012-06-18 16:31
Το βούτιγμα ενός τροφίμου σε πολύ ζεστό νερό.

ΚΑΒΟΥΡΔΙΣΜΑ

2012-06-18 16:31
Το ρόδισμα ενός τροφίμου σε πολύ καυτό λάδι ή βούτυρο.

ΚΡΟΥΤΟΝ

2012-06-18 16:32
Κύβος ψωμιού αλλειμένος με βούτυρο και τηγανισμένος.

ΜΑΙΤΡ ΝΤ' ΟΤΕΛ

2012-06-18 16:34
Ρευστό βούτυρο, το οποίο ανακατεύουμε με ψιλοκομμένο μαίντανό.
1 | 2 >>